- τριβωνοφορία
- τρῐβωνο-φορία, ἡ,A the wearing of a τρίβων (A), ib.52c,352c (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβωνοφορία — τριβωνοφορίᾱ , τριβωνοφορία the wearing of a fem nom/voc/acc dual τριβωνοφορίᾱ , τριβωνοφορία the wearing of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβωνοφορία — ἡ, Α [τριβωνοφορῶ] το να φορεί κανείς τρίβωνα … Dictionary of Greek
τριβωνοφορίαι — τριβωνοφορίᾱͅ , τριβωνοφορία the wearing of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)